μαυλιστής

μαυλιστής
ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής)
αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -τής (πρβλ. γυμνασ-τής), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κυλίσ-τρα, παλαίσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαυλιστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυλισταί — μαυλιστής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυλιστάς — μαυλιστά̱ς , μαυλιστής masc acc pl μαυλιστά̱ς , μαυλιστής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”